6909902660
26611 05159
690 9902660
PETROS EMMANOUILIDIS MD, FEBO
I.Theotoki 50, 49132, Corfou
chirurgien ophtalmologue
Η απώλεια οπτικού πεδίου θέτει σε κίνδυνο τον ασθενή και τους γύρω του.
Τι είναι το γλαύκωμα;
Το γλαύκωμα αποτελεί τη δεύτερη αιτία τύφλωσης (μετά το διαβήτη) στην Ελλάδα. Προσβάλλει το 4% του πληθυσμού. Πρόκειται για μια εκφυλιστική πάθηση του οπτικού νεύρου. Το οπτικό νεύρο αποτελεί το αρχικό τμήμα της οπτικής οδού η οποία μεταφέρει το οπτικό ερέθισμα από τον αμφιβληστροειδή προς το κέντρο της όρασης το οποίο βρίσκεται στο πίσω μέρος του εγκεφάλου (ινιακός λοβός). Το οπτικό νεύρο φυσιολογικά αποτελείται απο 1.2 εκατομμύρια νευρικές ίνες. Καθώς μεγαλώνουμε, επέρχεται μια φυσιολογική φθορά/ελάττωση των νευρικών ινών. Η απώλεια των ινών αυτών επιταχύνεται όταν κάποιος νοσεί απο γλαύκωμα, με αποτέλεσμα την έκπτωση του οπτικού πεδίου και τελικά του συνόλου της όρασης.
Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της νόσου είναι ότι στα αρχικά της στάδια τα συμπτώματα είναι ήπια ως και ανύπαρκτα. Για το λόγο αυτό η νόσος μπορεί να διαδράμει αδιάγνωστη για πολλά χρόνια.
Πού οφείλεται;
Ο κυριώτερος παράγοντας είναι η υψηλή ενδοφθάλμια πίεση. Η πίεση του οφθαλμού καθορίζεται από την ισορροπία μεταξύ της παραγωγής και της παροχέτευσης του υδατοειδούς υγρού, δηλαδή του υγρού που γεμίζει το πρόσθιο τμήμα του ματιού.
Ωστόσο, υπάρχουν περιπτώσεις ασθενών με υψηλή πίεση στα μάτια οι οποίοι δεν αναπτύσσουν την πάθηση ενώ υπάρχουν και ασθενείς με χαμηλή πίεση οι οποίοι αναπτύσσουν γλαύκωμα.
Επομένως, η μέτρηση της πίεσης από μόνη της μπορεί να οδηγήσει σε εσφαλμένα συμπεράσματα. Υπάρχουν πολλοί φυσιολογικοί ασθενείς που υποβάλλονται σε θεραπείες που δε χρειάζονται καθώς και πολλοί ασθενείς που παραμένουν αδιάγνωστοι.
Ποιά πίεση θεωρείται φυσιολογική;
Δεν υπάρχει σαφής απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Η φυσιολογική πίεση είναι διαφορετική για κάθε ασθενή. Θεωρούμε αποδεκτές τις τιμές πίεσης όταν δεν προκαλούν βλάβη στο οπτικό νεύρο ακόμα και αν είναι υψηλότερες του μέσου όρου.
Ωστόσο, όσο μεγαλύτερη είναι η πίεση τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες εκδήλωσης της νόσου. Πιέσεις άνω του 20mmHg εντάσσουν τον ασθενή σε ομάδα υψηλού κινδύνου.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η ενδοφθάλμια πίεση έχει διακυμάνσεις κατά τη διάρκεια της ημέρας και συχνά πρέπει να μετρηθεί σε διαφορετικές ώρες της ημέρας (phasing) προκειμένου να καταλήξουμε σε τελικά συμπεράσματα.
Ποιά είναι τα συμπτώματα;
Στα αρχικά στάδια συνήθως δεν υπάρχουν συμπτώματα και η ελάττωση της ευαισθησίας σε τμήματα του οπτικού πεδίου δε γίνεται αντιληπτή από τον ασθενή.
Αν η πίεση είναι πολύ υψηλή, μπορεί να συνυπάρχουν κεφαλαλγίες, άλγος των οφθαλμών, ναυτία, έμετος και θόλωση της όρασης. Επιπλέον στα μικρά παιδιά, μπορεί να εμφανιστεί και με δακρύρροια, βουφθαλμό (μεγάλα μάτια) καθώς και αυξημένη μυωπία.
Καθώς η νόσος προχωράει, η απώλεια του πεδίου γίνεται αντιληπτή ως έκπτωση της περιφερικής όρασης (σωληνοειδής όραση) που συχνά αποφέρει προβλήματα όπως δυσκολία στην οδήγηση, τις συχνές πτώσεις και τελικά οδηγεί στην έκπτωση της κεντρικής όρασης και την τύφλωση.
Ποιοί κινδυνεύουν από γλαύκωμα;
-
ασθενείς με οικογενειακό ιστορικό γλαυκώματος, ιδιαίτερα όταν νοσούν συγγενείς 1ου βαθμού
-
άτομα με υψηλή μυωπία ή υπερμετρωπία
-
διαβητικοί ασθενείς
-
άτομα που έχουν υποστεί τραύματα στους οφθαλμούς
-
ασθενείς με ενδοφθάλμιες φλεγμονές (ιριδοκυκλίτιδες/ραγοειδίτιδες)
-
άτομα άνω των 50 ετών
-
ασθενείς με λεπτό κερατοειδή
Είναι κληρονομική νόσος;
Δεν υπάρχει σαφές πρότυπο κληρονομικότητας της νόσου, ωστόσο η παρουσία γλαυκώματος σε συγγενή 1ου βαθμού διπλασιάζει την πιθανότητα ανάπτυξης της νόσου. Αν το γλαύκωμα υπάρχει σε περισσότερα μέλη της οικογένειας τότε οι πιθανότητες εμφάνισης αυξάνονται σημαντικά.
Μπορούν τα παιδιά να αναπτύξουν γλαύκωμα;
Το συγγενές γλαύκωμα (δηλαδή όταν ένα παιδί γεννιέται με την πάθηση), όπως και το νεανικό γλαύκωμα είναι σπάνιες παθήσεις. Αν όμως δε διαγνωστούν εγκαίρως, έχουν καταστροφικές συνέπειες για τη μετέπειτα ανάπτυξη της όρασης και ποιότητας ζωής του παιδιού. Το βασικό χαρακτηριστικό του συγγενούς γλαυκώματος είναι τα μεγάλα μάτια ενώ συχνά συνυπάρχει θόλωση του κερατοειδούς και δακρύρροια.
Πώς διαγνώσκεται το γλαύκωμα;
Η διάγνωση του γλαυκώματος είναι σημαντική αφού η θεραπεία της πάθησης (τουλάχιστον η φαρμακευτική) είναι εφ'όρου ζωής. Έτσι είναι σημαντικό να μην χαρακτηρίσουμε έναν ασθενή ως γλαυκωματικό βασιζόμενοι σε μια μέτρηση της ενδοφθάλμιας πίεσης, αφού έτσι θα τον καταδικάσουμε στη χρήση θεραπείας, που πιθανόν δε χρειάζεται, για την υπόλοιπη ζωή του.
Η διάγνωση βασίζεται στο ιατρικό ιστορικό που περιλαμβάνει και το οικογενειακό ιστορικό της νόσου, την κλινική εξέταση και τις παρακλινικές εξετάσεις. Οι βασικές εξετάσεις περιλαμβάνουν την αξιολόγηση του οπτικού νεύρου, τη γωνιοσκοπία, τη μέτρηση του πάχους του κερατοειδούς, τη μέτρηση της πίεσης του οφαλμού, το οπτικό πεδίο, τη φωτογράφηση του οπτικού νεύρου και την οπτική τομογραφία συνοχής (OCT).
Συχνά η διάγνωση δεν είναι εύκολη, καθώς υπάρχει μια γκρίζα ζώνη που περιλαμβάνει ασθενείς που κατατάσσουμε στην κατηγορία «ύποπτοι γλαυκώματος». Τους ασθενείς αυτούς τους παρακολουθούμε από κοντά και συχνά πρέπει να επαναλάβουμε τις παραπάνω εξετάσεις για να επιβεβαιώσουμε τη διάγνωση.
Κάθε πότε πρέπει κανείς να εξετάζεται για να προλάβει την εξέλιξη του γλαυκώματος;
Το γεγονός ότι η πορεία της νόσου δεν αναστρέφεται καθιστά την πρόληψη πολύ σημαντική και ένας ενήλικας θα πρέπει να εξετάζεται τουλάχιστον ανά τριετία.
Αν αναγνωριστούν ύποπτα στοιχεία της νόσου ή και παρουσία γλαυκώματος τότε οι επανεξετάσεις εξατομικεύονται. Τα παδιά επίσης θα πρέπει να εξετάζονται στα χρονοδιαγράμματα που έχει θέσει ο ιατρός τους. Το σημαντικότερο είναι σε κάθε οφθαλμολογική εξέταση να γίνεται τουλάχιστον βυθοσκόπηση του οπτικού νεύρου και τα αποτελέσματα να καταγράφονται για μελλοντική σύγκριση.
Υπάρχει θεραπεία;
Δυστυχώς το γλαύκωμα προκαλεί μη αναστρέψιμη βλάβη του οπτικού νεύρου και κατά συνέπεια της όρασης. Ωστόσο, με την κατάλληλη θεραπεία μπορεί η πορεία της νόσου να ανασταλλεί και ο ασθενής να διατηρήσει λειτουργική όραση για το υπόλοιπο της ζωής του. Ο βασικός στόχος της θεράπειας είναι η ελάττωση της ενδοφθάλμιας πίεσης είτε με φάρμακα, είτε με laser είτε με χειρουργείο.
Υπάρχουν περιπτώσεις όπου η ανταπόκριση στη φαρμακευτική αγωγή είναι πολύ καλή, ενω σε άλλες περιπτώσεις η χειρουργική παρέμβαση είναι επιβεβλημένη. Ωστόσο, το μεγαλύτερο εμπόδιο στην αντιμετώπιση του γλαυκώματος είναι η συμμόρφωση των ασθενών στη θεραπεία και στους επανελέγχους, για το λόγο αυτό ο ιατρός συχνά πρέπει να εξατομικεύει τη θεραπεία και με βάση τον ασθενή.
Περισσότερα ενδιαφέροντα άρθρα θα βρείτε εδώ